Χρονίων

Χρονίων
Χρόνιος
after a long time
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χρονίων — χρόνιος after a long time fem gen pl χρόνιος after a long time masc/neut gen pl χρόνιος after a long time masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АРЕТЕЙ —    • Aretaeus,          Άρεται̃ος, по прозванию Cappadox, греческий врач, живший в Риме в конце 2 в. от Р. X., замечательный по своей наблюдательности и глубине мыслей; от него дошли до нас не совсем в полном виде:        1. 4 книги περι… …   Реальный словарь классических древностей

  • Аретей из Каппадокии — др. греч. Ἀρεταῖος ὁ Καππαδόκης …   Википедия

  • Αρεταίος Καππαδόκης — (β’ μισό 1ου – α’ μισό 2ου αι. μ.Χ.).Γιατρός από την Καππαδοκία, οπαδός της εκλεκτικής σχολής. Τα δύο κυριότερα έργα του, που έχουν σωθεί σχεδόν ολόκληρα και έχουν εκδοθεί πολλές φορές στα ελληνικά και τα λατινικά από το 1552, είναι το Περί… …   Dictionary of Greek

  • Соран (древнегреческий врач и писатель) — (Σωρανός) древнегреческий врач и писатель, родом из Ефеса; преподавал медицину в Риме и Александрии при Траяне и Гадриане (1 я половина II в. по Р. Х.). С. был главой так назыв. методиков в медицине (см. соотв. статью). От С. дошли следующие… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Соран (древнегреческий врач и писатель) — (Σωρανός) древнегреческий врач и писатель, родом из Ефеса; преподавал медицину в Риме и Александрии при Траяне и Гадриане (1 я половина II в. по Р. Хр.). С. был главой так назыв. методиков в медицине (см. соотв. статью). От С. дошли следующие… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • αρθρίτιδα — Φλεγμονή, οξεία ή χρόνια, ολόκληρης της άρθρωσης ή τμημάτων της, που μερικές φορές συνοδεύεται από ενδοαρθρικό εξίδρωμα ορώδες ή ακόμα και πυώδες· ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί να την προκαλέσουν βακτηρίδια, ιοί, αλλεργίες, διαταραχές του… …   Dictionary of Greek

  • θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… …   Dictionary of Greek

  • λοίμωξη — Παθολογική διεργασία που ακολουθεί την εισβολή και την εγκατάσταση στο σώμα παθογόνων μικροοργανισμών, όπως είναι οι ιοί, τα μικρόβια, οι μύκητες, τα πρωτόζωα και οι ρικέτσιες. Από το πλήθος των μικροοργανισμών του περιβάλλοντος λίγοι είναι οι… …   Dictionary of Greek

  • μεταπλασία — η 1. βιολ. η μετατροπή ενός τύπου ζωντανών κυττάρων ή ομάδας κυττάρων σε έναν άλλο τύπο κατά την αναγέννηση 2. ιατρ. η μετατροπή υπό την επίδραση χρόνιων ερεθισμάτων ή τροφικών και λειτουργικών στερητικών φαινομένων ενός ώριμου ιστού σε άλλον,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”